Greek Meaning of gilded
επιχρυσωμένος
Other Greek words related to επιχρυσωμένος
- αυστηρός
- Γυμνός
- συντηρητικός
- εκτεθειμένο
- σεμνός
- αглуτισμένος
- απλός
- ήσυχος
- συγκρατημένος
- σοβαρός
- απλός
- γυμνός
- ήρεμος
- Γεύση
- άκοσμος
- μετριόφρων
- αποκαλυμμένος
- υποτονικός
- Διακριτικός
- ανεπιτήδευτος
- Χρεωκοπία
- Χρεοκοπημενος
- καταθλιπτικός
- στερημένος
- μειονεκτούντες
- χρεωμένος
- αφερέγγυος
- Χαμηλός
- τσιμπημένο
- φτωχός
- μειωμένη
- κατεστραμμένος
- κοντός
- σκληρός
- Υποβαθμισμένος
- χρεοκοπημένος
- ζητιάνος
- άπορος
- από το χέρι στο στόμα
- άπορος
- φτωχοποιημένος
- φτωχός
- φτωχός
- εμπερίστατος
- Χωρίς δεκάρα
- άπορος
- Χωρίς λεφτά
- στενεμένος
- πιο ήπιος
- άπορος
Nearest Words of gilded
- gild the lily => Χρύσωμα του κρίνου
- gild => επιχρυσωμένος
- gilbertian => γκίλμπερτιανός
- gilbert stuart => Γκίλμπερτ Στιούαρτ
- gilbert murray => Γκίλμπερτ Μάρεϊ
- gilbert keith chesterton => Γκίλμπερτ Κιθ Τσέστερτον
- gilbert islands => Νήσοι Γκίλμπερτ
- gilbert charles stuart => Γκίλμπερτ Τσαρλς Στιούαρτ
- gilbert and sullivan => Γκίλμπερτ και Σάλιβαν
- gilbert and ellice islands => Νήσοι Γκίλμπερτ και Ελλις
Definitions and Meaning of gilded in English
gilded (s)
having the deep slightly brownish color of gold
based on pretense; deceptively pleasing
ostentatiously rich and superior in quality
made from or covered with gold
gilded (imp. & p. p.)
of Gild
FAQs About the word gilded
επιχρυσωμένος
having the deep slightly brownish color of gold, based on pretense; deceptively pleasing, ostentatiously rich and superior in quality, made from or covered with
χρυσός,χρυσός,δεμένο,στεφανωμένος,Επιχρυσωμένο,στολισμένος με κοσμήματα,στολισμένος με κοσμήματα,κυνηγημένος,διακοσμημένο,ανάγλυφο
αυστηρός,Γυμνός,συντηρητικός,εκτεθειμένο,σεμνός,αглуτισμένος,απλός,ήσυχος,συγκρατημένος,σοβαρός
gild the lily => Χρύσωμα του κρίνου, gild => επιχρυσωμένος, gilbertian => γκίλμπερτιανός, gilbert stuart => Γκίλμπερτ Στιούαρτ, gilbert murray => Γκίλμπερτ Μάρεϊ,