Greek Meaning of unaffluent

άπορος

Other Greek words related to άπορος

Definitions and Meaning of unaffluent in English

unaffluent

not having an abundance of goods or riches

FAQs About the word unaffluent

άπορος

not having an abundance of goods or riches

Χρεωκοπία,ζητιανικός,Χρεοκοπημενος,στερημένος,άπορος,μειονεκτούντες,αποστερημένος,φτωχός και καταφρονεμένος,πεινασμένος,στενός

Ευκατάστατοι,λίπος,FLUSH,εύπορος,πλούσιος,πολυτελής,πλούσιος,πλούσιος,εύπορος,άνετος

unaffectedly => ανεπιτήδευτα, unadvertised => μη διαφημιζόμενο, unacclimated => μη εγκλιματισμένος, unacademic => Αντιακαδημαϊκός, unabsorbed => Απορρόφητη,