Greek Meaning of unabatedly
αμείωτα
Other Greek words related to αμείωτα
- ενεργά
- γρήγορα
- συνεχώς
- ενεργητικά
- σταθερά
- σταθερά
- αμείλικτα
- σφοδρά
- δυναμικά
- αδιάκοπα
- εκδηλωτικά
- με ζήλο
- επίπονα
- επιμελώς
- προσεκτικά
- αδιάκοπα
- συνειδητά
- αποφασιστικά
- επιμελώς
- επίμονα
- δυναμικά
- ειλικρινά
- εξαντλητικά
- πυρετωδώς
- ακούραστα
- επιμελώς
- έντονα
- έντονα
- προσεκτικά
- σχολαστικά
- πολύ
- επιμελώς
- αργά
- ηθελημένα
- αποφασιστικά
- σοβαρά
- δουλοπρεπώς
- πνευματικά
- σθεναρά
- διεξοδικά
- Ακούραστα
- ζηλωτά
- ακούραστα
- πολύ
- σκληρός
- μόλις
- επίπονα
- πεισματικά
- επιμελώς
- πεισματικά
- εκ προθέσεως
- ακούραστα
- ακούραστα
Nearest Words of unabatedly
Definitions and Meaning of unabatedly in English
unabatedly
not abated
FAQs About the word unabatedly
αμείωτα
not abated
ενεργά,γρήγορα,συνεχώς,ενεργητικά,σταθερά,σταθερά,αμείλικτα,σφοδρά,δυναμικά,αδιάκοπα
τυχαία,άσχετα,αμέριμνα,νωχελικά,τεμπέλα,αδιάφορα,αργά,κουρασμένα,Χλιαρά,αδιάφορα
umpires => Διαιτητές, umiaks => umiaks, umbrellas => ομπρέλες, ultrathin => υπερλεπτό, ultrasophisticated => Υπερ洗練された,