Greek Meaning of feverishly
πυρετωδώς
Other Greek words related to πυρετωδώς
Nearest Words of feverishly
Definitions and Meaning of feverishly in English
feverishly (r)
in a feverish manner
FAQs About the word feverishly
πυρετωδώς
in a feverish manner
ανησυχημένος,αμήχανα,τρελά,απελπισμένα,φρενήρως,φρενήρης,φρενήρης,ανεξέλεγκτα,αμόκ,ταραγμένος
ήρεμα,με ψυχραιμία,ήρεμα,Ψυχρά,ψύχραιμα,παθητικά,ειρηνικά,ήρεμα,γαλήνια,αδιάφορα
feverish => Πυρετώδης, fevering => πυρετώδης, feverfew => Παρθενίο, feveret => Πυρετός, fevered => Πυρετώδης,