Greek Meaning of confusedly
αμήχανα
Other Greek words related to αμήχανα
Nearest Words of confusedly
Definitions and Meaning of confusedly in English
confusedly (r)
in a confused manner
FAQs About the word confusedly
αμήχανα
in a confused manner
ανησυχημένος,ταραγμένος,τρελά,απελπισμένα,φρενήρως,φρενήρης,ανεξέλεγκτα,αμόκ,πυρετωδώς,φρενήρης
ήρεμα,με ψυχραιμία,ήρεμα,Ψυχρά,ψύχραιμα,ειρηνικά,ήρεμα,γαλήνια,αδιάφορα,συλλογικά
confused => μπερδεμένος, confuse => συγχέω, confusable => σύγχυση, confucius => Κομφούκιος, confucianist => κονφουκιανός,