Greek Meaning of systematically

συστηματικά

Other Greek words related to συστηματικά

Definitions and Meaning of systematically in English

Wordnet

systematically (r)

in a systematic or consistent manner

FAQs About the word systematically

συστηματικά

in a systematic or consistent manner

Περιεκτικός,εκτενώς,πλήρως,διεξοδικά,наконец,ολοκληρωτικά,εξαντλητικά,από πλώρη μέχρι πρύμνη,από την αρχή,λεπτομερώς

χωρίς στόχο,τυχαία,ατελώς,ανεπαρκώς,οριακά,τυχαία,συνοπτικά,επιπόλαια,άσχετα,ρηχά

systematic desensitization => Συστηματική απευαισθητοποίηση, systematic desensitisation => Συστηματική απευαισθητοποίηση, systematic => συστηματικός, systema skeletale => σκελετός, systema respiratorium => Αναπνευστικό σύστημα,