FAQs About the word shallowly

ρηχά

in a shallow mannerIn a shallow manner.

επιπόλαια,ατελώς,ανεπαρκώς,οριακά,συνοπτικά,επιφανειακά,χωρίς στόχο,τυχαία,τυχαία,σχεδιαστικά

ολοκληρωτικά,Περιεκτικός,εξαντλητικά,πλήρως,λεπτομερώς,στρογγυλά,γρήγορα,συστηματικά,διεξοδικά,ολοκληρωτικά

shallow-hearted => ρηχός, shallow-draught => ρηχού βυθίσματος, shallow-draft => Μικρού βυθίσματος, shallow-brained => ρηχός, shallow-bodied => με ρηχό σώμα,