Greek Meaning of globally
παγκοσμίως
Other Greek words related to παγκοσμίως
Nearest Words of globally
- globalize => παγκοσμιοποιώ
- globalization => Παγκοσμιοποίηση
- globalise => Παγκοσμιοποιώ
- globalisation => Παγκοσμιοποίηση
- global warming => Υπερθέρμανση του πλανήτη
- global positioning system => Σύστημα εντοπισμού θέσης παγκοσμίως
- global organization => Παγκόσμιος οργανισμός
- global climate change => Κλιματική αλλαγή
- global aphasia => Παγκόσμια Αφασία
- global => παγκόσμιος
Definitions and Meaning of globally in English
globally (r)
with respect to the whole earth
throughout the world
FAQs About the word globally
παγκοσμίως
with respect to the whole earth, throughout the world
ευρέως,εκτενώς,παγκόσμια,ευρέως,γενικά,ολοκληρωτικά,Περιεκτικός,διεξοδικά,ολοκληρωτικά
περιθωριακός,οριακά,τυχαία,τυχαία,άσχετα,τυχαίος
globalize => παγκοσμιοποιώ, globalization => Παγκοσμιοποίηση, globalise => Παγκοσμιοποιώ, globalisation => Παγκοσμιοποίηση, global warming => Υπερθέρμανση του πλανήτη,