FAQs About the word globally

παγκοσμίως

with respect to the whole earth, throughout the world

ευρέως,εκτενώς,παγκόσμια,ευρέως,γενικά,ολοκληρωτικά,Περιεκτικός,διεξοδικά,ολοκληρωτικά

περιθωριακός,οριακά,τυχαία,τυχαία,άσχετα,τυχαίος

globalize => παγκοσμιοποιώ, globalization => Παγκοσμιοποίηση, globalise => Παγκοσμιοποιώ, globalisation => Παγκοσμιοποίηση, global warming => Υπερθέρμανση του πλανήτη,