Greek Meaning of conclusively
οριστικά
Other Greek words related to οριστικά
Nearest Words of conclusively
Definitions and Meaning of conclusively in English
conclusively (r)
in a conclusive way
FAQs About the word conclusively
οριστικά
in a conclusive way
ευρέως,οπωσδήποτε,εκτενώς,γενικά,τέλεια,ευρέως,Περιεκτικός,τέλεια,εξαντλητικά,παγκοσμίως
χωρίς στόχο,τυχαία,ατελώς,ανεπαρκώς,οριακά,τυχαία,συνοπτικά,επιφανειακά,επιπόλαια,άσχετα
conclusive => Καταληκτικός, conclusion of law => Συμπεράσματα του νόμου, conclusion => Συμπέρασμα, concluding => τελικός, concluded => κατέληξε,