Greek Meaning of hotheadedly

ορμητικά

Other Greek words related to ορμητικά

Definitions and Meaning of hotheadedly in English

hotheadedly

easily angered

FAQs About the word hotheadedly

ορμητικά

easily angered

αυτόματα,τυχαία,βιαστικά,κατακεφαλής,μεθυστικά,βιαστικά,παρορμητικά,παρορμητικά,απότομα,απερίσκεπτα

εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,στοχαστικά,προσωρινά,υπολογιστικά

hotfooting (it) => σπεύδω, hotfooted (it) => βιάζομαι (για να κάνω κάτι), hotfoot (it) => hotfoot, hotels => ξενοδοχεία, hotelmen => ξενοδόχοι,