Greek Meaning of thoughtlessly
απερίσκεπτα
Other Greek words related to απερίσκεπτα
Nearest Words of thoughtlessly
- thoughtlessness => απερισκεψία
- thought-provoking => υποβλητικός
- thought-reader => Αναγνώστης σκέψεων
- thousand => Χίλιοι
- thousand and one nights => Χίλιες και μία νύχτες
- thousand island dressing => Σως Χίλιων Νήσων
- thousand legs => Χιλιόποδα
- thousand times => χίλιες φορές
- thousandfold => χίλιες φορές
- thousand-fold => χιλιάδες φορές
Definitions and Meaning of thoughtlessly in English
thoughtlessly (r)
in a thoughtless manner
showing thoughtlessness
FAQs About the word thoughtlessly
απερίσκεπτα
in a thoughtless manner, showing thoughtlessness
τυχαία,βιαστικά,βιαστικά,παρορμητικά,παρορμητικά,απερίσκεπτα,απερίσκεπτα,απότομα,αυτόματα,επιπόλαια
εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,στοχαστικά,προσωρινά,υπολογιστικά
thoughtless => απρόσεκτος, thought-image => νοητική εικόνα, thoughtfulness => στοχαστικότητα, thoughtfully => Προσεκτικά, thoughtful => στοχαστικός,