Greek Meaning of thoughtlessly

απερίσκεπτα

Other Greek words related to απερίσκεπτα

Definitions and Meaning of thoughtlessly in English

Wordnet

thoughtlessly (r)

in a thoughtless manner

showing thoughtlessness

FAQs About the word thoughtlessly

απερίσκεπτα

in a thoughtless manner, showing thoughtlessness

τυχαία,βιαστικά,βιαστικά,παρορμητικά,παρορμητικά,απερίσκεπτα,απερίσκεπτα,απότομα,αυτόματα,επιπόλαια

εκούσια,προσεκτικά,σκόπιμα,διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,στοχαστικά,προσωρινά,υπολογιστικά

thoughtless => απρόσεκτος, thought-image => νοητική εικόνα, thoughtfulness => στοχαστικότητα, thoughtfully => Προσεκτικά, thoughtful => στοχαστικός,