FAQs About the word haltingly

διστακτικά

in a halting mannerIn a halting or limping manner.

με δισταγμό,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,προσωρινά,προσεκτικά,σκόπιμα,ήρεμος,υπολογιστικά,εκούσια

επιπόλαια,βιαστικά,με κεφάλι κάτω,βιαστικά,βιαστικά,απότομα,απερίσκεπτα,αυτόματα,τυχαία,κατακεφαλής

halting => ανακοπή, halter-sack => σακίδιο πλάτης, haltering => τρεμάμενος, halteres => αλτήρες, haltered => χαλιναγωγημένος,