Greek Meaning of haltingly
διστακτικά
Other Greek words related to διστακτικά
Nearest Words of haltingly
Definitions and Meaning of haltingly in English
haltingly (r)
in a halting manner
haltingly (adv.)
In a halting or limping manner.
FAQs About the word haltingly
διστακτικά
in a halting mannerIn a halting or limping manner.
με δισταγμό,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,προσωρινά,προσεκτικά,σκόπιμα,ήρεμος,υπολογιστικά,εκούσια
επιπόλαια,βιαστικά,με κεφάλι κάτω,βιαστικά,βιαστικά,απότομα,απερίσκεπτα,αυτόματα,τυχαία,κατακεφαλής
halting => ανακοπή, halter-sack => σακίδιο πλάτης, haltering => τρεμάμενος, halteres => αλτήρες, haltered => χαλιναγωγημένος,