Greek Meaning of falteringly

με δισταγμό

Other Greek words related to με δισταγμό

Definitions and Meaning of falteringly in English

Wordnet

falteringly (r)

in an unsteady manner

FAQs About the word falteringly

με δισταγμό

in an unsteady manner

διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,προσωρινά,προσεκτικά,σκόπιμα,αργά,υπολογιστικά,εκούσια,ήρεμος

επιπόλαια,βιαστικά,με κεφάλι κάτω,βιαστικά,βιαστικά,απότομα,απερίσκεπτα,αυτόματα,τυχαία,κατακεφαλής

faltering => διστακτικός, faltered => δίστασε, falter => διστάζω, falstaffian => Φαλσταφικός, falstaff => Φάλσταφ,