Greek Meaning of headily
μεθυστικά
Other Greek words related to μεθυστικά
Nearest Words of headily
Definitions and Meaning of headily in English
headily (adv.)
In a heady or rash manner; hastily; rashly; obstinately.
FAQs About the word headily
μεθυστικά
In a heady or rash manner; hastily; rashly; obstinately.
επιπόλαια,βιαστικά,κατακεφαλής,βιαστικά,παρορμητικά,παρορμητικά,απότομα,απερίσκεπτα,απερίσκεπτα,απότομα
εκούσια,σκόπιμα,προσεκτικά,διστακτικά,Διστακτικά,διστακτικά,αργά,στοχαστικά,προσωρινά,υπολογιστικά
head-hunter => Κεφαλοκυνηγός, headhunter => Κυνηγός κεφαλών, headgear => Επικεφαλίδα, headful => Γεμάτη, headforemost => τούμπα,