Greek Meaning of headiness

ζάλη

Other Greek words related to ζάλη

Definitions and Meaning of headiness in English

Webster

headiness (n.)

The quality of being heady.

FAQs About the word headiness

ζάλη

The quality of being heady.

εκστατικός,ευφορικός,ζαλισμένος,Χαρούμενος,χαρούμενος,Υψηλός,εκστατικός,ενθουσιασμένος,ενθουσιώδης,Μαγεμένος

μπλε,καταθλιπτικός,θλιβερός,κάτω,μελαγχολικός,δίχως χαρά,Χαμηλός,μελαγχολία,θλιβερός,λυπημένος

headily => μεθυστικά, head-hunter => Κεφαλοκυνηγός, headhunter => Κυνηγός κεφαλών, headgear => Επικεφαλίδα, headful => Γεμάτη,