Greek Meaning of blissed-out

ευτυχισμένος

Other Greek words related to ευτυχισμένος

Definitions and Meaning of blissed-out in English

blissed-out

experiencing bliss

FAQs About the word blissed-out

ευτυχισμένος

experiencing bliss

μακάριος,Χαρούμενος,ενθουσιώδης,χαρούμενος,χαρούμενος,ικανοποιημένος,εκστατικός,ευφορικός,ενθουσιασμένος,πανηγυρικός

καταθλιπτικός,μελαγχολία,δυστυχισμένος,μπλε,σπασμένη καρδιά,αποκαρδιωμένος,απογοητευμένος,απογοητευμένος,απαρηγόρητος,απογοητευμένος

blipping => αναλαμπή, blipped => αναβοσβήνει, blintzes => Μπλίντς, blinking (at) => κλείνοντας το μάτι, blinkered => Περιορισμένος,