Greek Meaning of woeful
θλιβερός
Other Greek words related to θλιβερός
- πικρός
- κηδεία
- Θλιμμένος
- ραγισμένη καρδιά
- θλιβερός
- θλιβερός
- λυπημένος
- θρηνούμενων
- θρηνούντα
- επώδυνος
- βασανισμένος
- Άγχος
- Θρηνώντας
- θρηνώντας
- άχαρος
- κλάμα
- σκοτεινός, -ή, -ό
- θλιβερό
- καταθλιπτικός
- θλιβερός
- Θλιβερός
- θλιβερός
- κηδεία
- σκυθρωπός
- μελαγχολία
- νοσηρός
- θρηνητικός
- (θλιβερός/η/ό)
- Λυπηρό
- συντετριμμένος
- σκοτεινός
- λυπημένος
- συγγνώμη
- δακρύβρεχτος
- δυστυχισμένος
- ουρλιάζοντας
- αιμορραγία
- σπασμένη καρδιά
- ανήσυχος
- Κατηφής
- άχαρος
- αποκαρδιωμένος
- σκοτείνιασμα
- απογοητευμένος
- έρημος
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- καταθλιπτικό
- απογοητευμένος
- απογοητευμένος
- αποκαρδιωμένος
- Θλιβερός
- ελεγειακός
- ελεγειακός
- εγκαταλελειμμένος
- μελαγχολικός
- σκυθρωπός
- γκρι
- γκρί
- γκρίνια
- με σπασμένη καρδιά
- ουρλιαχτό
- απαρηγόρητος
- δίχως χαρά
- Χαμηλός
- καταβεβλημένος
- στεναγμός
- καприτσιόζος
- κατσούφης
- απαισιόδοξος
- άθλιος
- Σατουρνικός
- σκοτεινός
- πόνος
- κατσούφης
- θλιβερός
- Θρήνος
- Υγεία καρδιά
- θρήνος
- φωτεινό
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- χαμογελαστός
- θριαμβευτικός
- μακάριος
- ευθυμής
- πλευστό
- επευφημώντας
- ενθαρρυντικός
- αγαλλόμενος
- δοξάζοντας
- ελπιδοφόρος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- γελαστός
- ανέμελος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- αισιόδοξος
- εκστατικός
- αγαλλίαση
- αμέριμνος
- εκστατικός
- χαρούμενος
- ευφορικός
- ενθουσιασμένος
- ζαλισμένος
- μεθυστικό
- χαρούμενος
- ραψωδικός
- ραψωδικός
Nearest Words of woeful
Definitions and Meaning of woeful in English
woeful (s)
affected by or full of grief or woe
of very poor quality or condition
woeful (a.)
Alt. of Woful
FAQs About the word woeful
θλιβερός
affected by or full of grief or woe, of very poor quality or conditionAlt. of Woful
πικρός,κηδεία,Θλιμμένος,ραγισμένη καρδιά,θλιβερός,θλιβερός,λυπημένος,θρηνούμενων,θρηνούντα,επώδυνος
φωτεινό,χαρούμενος,χαρούμενος,Χαρούμενος,χαρούμενος,χαρούμενος,χαμογελαστός,θριαμβευτικός,μακάριος,ευθυμής
woe-begone => δυστυχισμένος , woebegone => θλιβερός, woe => συμφορά, woden => ξύλινος, wodehouse => Γούντχαουζ,