Greek Meaning of bawling

ουρλιάζοντας

Other Greek words related to ουρλιάζοντας

Definitions and Meaning of bawling in English

Wordnet

bawling (n)

loud cries made while weeping

Webster

bawling (p. pr. & vb. n.)

of Bawl

FAQs About the word bawling

ουρλιάζοντας

loud cries made while weepingof Bawl

τραυλίζοντας,κλάμα,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,επιδεικτικός,θερμός,συναισθηματικός,δακρύβρεχτος,λιγούρης

χαμογελώντας.,γελαστός,χαμογελαστός,χαμογελαστός,χαρούμενος,χαρούμενος,γελώντας,ομοφυλόφιλος,γελώντας,χαρούμενος

bawler => κλαψιάρης, bawled => κλαίω με λυγμούς, bawl out => μαλώνω, bawl => ουρλιάζω, bawhorse => άλογο για καροτσάδα,