Greek Meaning of blubbering

τραυλίζοντας

Other Greek words related to τραυλίζοντας

Definitions and Meaning of blubbering in English

Webster

blubbering (p. pr. & vb. n.)

of Blubber

Webster

blubbering (n.)

The act of weeping noisily.

FAQs About the word blubbering

τραυλίζοντας

of Blubber, The act of weeping noisily.

ουρλιάζοντας,κλάμα,δακρύβρεχτος,λιγούρης,Συναισθηματικός,γκρίνια,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,γκρίνια

χαμογελαστός,χαμογελώντας.,γελαστός,χαμογελαστός,ευθυμής,χαρούμενος,χαρούμενος,γελώντας,ομοφυλόφιλος,γελώντας

blubberer => κλαψιάρης, blubbered => κλαίω, blubber out => λυγμώ, blubber => Λίπος, blu-82 => BLU-82,