Greek Meaning of sniveling
γκρίνια
Other Greek words related to γκρίνια
- ουρλιάζοντας
- τραυλίζοντας
- κλάμα
- δακρύβρεχτος
- λιγούρης
- Συναισθηματικός
- λυγμοί
- θρηνούμενων
- θρηνούντα
- γκρίνια
- γκρίνια
- επιδεικτικός
- θερμός
- συναισθηματικός
- δακρυβρεχής
- ομιχλώδης
- δακρυσμένος
- υγρός
- θρηνητικός
- δακρύβρεχτος
- δακρυσμένος
- δακρύβρεχτος
- θρήνος
- Θρηνώντας
- θρηνώντας
- σπασμένη καρδιά
- απογοητευμένος
- καταθλιπτικός
- απογοητευμένος
- απαρηγόρητος
- θλιβερός
- θλιβερός
- απογοητευμένος
- κηδεία
- μελαγχολικός
- Θλιμμένος
- ραγισμένη καρδιά
- με σπασμένη καρδιά
- απαρηγόρητος
- σκυθρωπός
- θλιβερός
- λυπημένος
- λυπημένος
- θλιβερός
- θλιβερός
Nearest Words of sniveling
Definitions and Meaning of sniveling in English
sniveling (n)
whining in a tearful manner
FAQs About the word sniveling
γκρίνια
whining in a tearful manner
ουρλιάζοντας,τραυλίζοντας,κλάμα,δακρύβρεχτος,λιγούρης,Συναισθηματικός,λυγμοί,θρηνούμενων,θρηνούντα,γκρίνια
χαμογελώντας.,γελαστός,χαμογελαστός,χαμογελαστός,ευθυμής,χαρούμενος,χαρούμενος,γελώντας,ομοφυλόφιλος,γελώντας
sniveler => μουρμούρης, snivel => μυγγοκόπτω, snitcher => καραφλής, snitch => σπιούνος, snit => διαμάχη,