Greek Meaning of bleeding
αιμορραγία
Other Greek words related to αιμορραγία
- καίγοντας
- Τρίψιμο
- κράμπες
- επιζήμιος
- πύον
- γκρινιάρης
- καυτός
- πρησμένος
- επώδυνος
- βασανιστικός
- επιβλαβής
- επιβλαβής
- οδυνηρός
- επιβλαβές
- επιβλαβής
- πονώντας
- φλεγμονώδης
- επιζήμιος
- φαγούρα
- επιβλαβής
- οδυνηρός
- επιζήμιος
- πρέσσα
- τσίμπημα
- τσίμπημα
- Ωμός
- σοβαρός
- τσούξιμο
- τρυφερό
- απειλητικός
- πονεμένος
- οδυνηρός
- φλεγμονώδης
- βαρύς
- πονεμένος
- βασανιστικός
- πληγωτικός
Nearest Words of bleeding
Definitions and Meaning of bleeding in English
bleeding (n)
the flow of blood from a ruptured blood vessel
bleeding (p. pr. & vb. n.)
of Bleed
bleeding (a.)
Emitting, or appearing to emit, blood or sap, etc.; also, expressing anguish or compassion.
bleeding (n.)
A running or issuing of blood, as from the nose or a wound; a hemorrhage; the operation of letting blood, as in surgery; a drawing or running of sap from a tree or plant.
FAQs About the word bleeding
αιμορραγία
the flow of blood from a ruptured blood vesselof Bleed, Emitting, or appearing to emit, blood or sap, etc.; also, expressing anguish or compassion., A running o
καίγοντας,Τρίψιμο,κράμπες,επιζήμιος,πύον,γκρινιάρης,καυτός,πρησμένος,επώδυνος,βασανιστικός
επούλωση,βοηθητικός,οκνηρός,ανώδυνος,διορθωτικός,θεραπευτικός
bleeder's disease => Αιμορροφιλία, bleeder => βαλβίδα εξαέρωσης, bleed => Αιμορραγώ, bled => αιμορραγία, bleck => μπλιαχ,