Greek Meaning of blemishing

Ατέλεια

Other Greek words related to Ατέλεια

Definitions and Meaning of blemishing in English

Webster

blemishing (p. pr. & vb. n.)

of Blemish

FAQs About the word blemishing

Ατέλεια

of Blemish

σκοτείνιασμα,φθορά,δηλητηρίαση,κακομαθαίνω,Χρώση,μόλυνση,μαύρισμα,διεφθαρμένος,εξευτελιστικός,δυσφημιστική

καθαρισμός,καθαριστικός,ανυψωτικός,δοξασμός,μεγεθυντικός,ανυψωτικός,αξιοπρεπές,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,αγιασμός

blemishes => κηλίδες, blemished => μολυσμένος, blemish => ατέλεια, blek => χλωμός, bleep => μπιπ,