Greek Meaning of smutting
λερώσιμο
Other Greek words related to λερώσιμο
- συκοφαντία
- δυσφήμηση
- μαύρισμα
- θόλωση
- θόλωμα
- σκοτείνιασμα
- λερώνοντας
- αποχρωματισμός
- μολυσματικό
- συκοφαντία
- μόλυνση
- κακομαθαίνω
- Χρώση
- μόλυνση
- θάμπωμα
- πίσσα
- συγκινητικός
- δυσφημώ
- Κηλίδωμα
- μόλυνση
- ταπεινωτικός
- βρώμικος
- Ατέλεια
- φθηναίνω
- διεφθαρμένος
- ταπεινωτικός
- έκλυτος
- εξευτελιστικός
- εξευτελιστικός
- απογοητευτικός
- διεστραμμένος
- δυσφημιστική
- Ατιμάζοντας
- ατιμαστικός
- ρύπανση
- χαμήλωμα
- φθορά
- δηλητηρίαση
- ντροπιαστικό
- ακυρωτική
- ανατρεπτικός
- νόθευση
- Χρωματισμός
- παραμορφωτικό
- εκτροπή
- βύθιση
- Στρέβλωση
Nearest Words of smutting
Definitions and Meaning of smutting in English
smutting
any of various destructive diseases especially of cereal grasses caused by parasitic fungi (order Ustilaginales), to stain, soil, or affect (a crop or plant) with smut, indecent language, pictures, or writing, to become affected by smut, a particle of soot, any of various destructive diseases of plants caused by fungi that transform plant organs (as seeds) into dark masses of spores, a fungus that causes a smut, obscene language or matter, a fungus causing a smut, any of various destructive diseases especially of cereal grasses caused by parasitic basidiomycetous fungi (order Ustilaginales) and marked by transformation of plant parts into dark masses of spores, matter that soils or blackens, to stain or taint with smut, to affect (a crop or plant) with smut
FAQs About the word smutting
λερώσιμο
any of various destructive diseases especially of cereal grasses caused by parasitic fungi (order Ustilaginales), to stain, soil, or affect (a crop or plant) wi
συκοφαντία,δυσφήμηση,μαύρισμα,θόλωση,θόλωμα,σκοτείνιασμα,λερώνοντας,αποχρωματισμός,μολυσματικό,συκοφαντία
καθαρισμός,καθαριστικός,ανυψωτικός,δοξασμός,μεγεθυντικός,ανυψωτικός,αξιοπρεπές,ένδοξος,εγκιβωτίζοντας,αγιασμός
smutted => Λερωμένος, smutches => Σπιλώσεις, smugglers => λαθρέμποροι, smudging => Κηλίδωμα, smudges => λεκέδες,