Greek Meaning of perverting

εκτροπή

Other Greek words related to εκτροπή

Definitions and Meaning of perverting in English

Webster

perverting (p. pr. & vb. n.)

of Pervert

FAQs About the word perverting

εκτροπή

of Pervert

παραμορφωτικό,παραπλανητικός,Λογοκρισία,περίπλοκο,μαγείρεμα,κατασκευάζοντας,παραποίηση,ερμηνεύω λανθασμένα,εσφαλμένη δήλωση,σκοτεινός

clarifying,εξηγώντας,εικονογραφική,ερμηνεία,διακαθάριση,φωτιστικός,αποκρυπτογράφηση,ορθογραφία

pervertible => Εκτρεπόμενος, perverted => διεστραμμένος, perversive => διεστραμμένος, perversity => διαστροφή, perversion => Εκτροπή,