FAQs About the word perviousness

διαπερατότητα

the quality of being penetrable (by people or light or missiles etc.)The quality or state of being pervious; as, the perviousness of glass.

Διαπεραστός,Διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,ικανοποιητικός,αναπνεύσιμος

απροσπέλαστος,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,Αεροστεγής,κοντά,συμπαγής,πυκνό,απέραστο,Μη πορώδες

pervious => διαπερατό, pervigilation => αγρυπνια, pervicacy => Μοχθηρία, pervicacity => Εμμονή, pervicacious => πεισματάρης,