FAQs About the word breathable

αναπνεύσιμος

Such as can be breathed.

Διαπερατό,πορώδης,απορροφητικός,ικανοποιητικός,Διαπεραστός,διαπερατό

απροσπέλαστος,Αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,αδιαπέραστο,Αεροστεγής,κοντά,συμπαγής,πυκνό,απέραστο,Μη πορώδες

breath of fresh air => Μια ανάσα καθαρού αέρα, breath => Αναπνοή, breastwork => προμαχώνας, breastsummer => Breastsummer, breaststroker => Προσθιοκωπητής,