Greek Meaning of misrelating

Λανθασμένη συσχέτιση

Other Greek words related to Λανθασμένη συσχέτιση

Definitions and Meaning of misrelating in English

misrelating

to relate badly or wrongly

FAQs About the word misrelating

Λανθασμένη συσχέτιση

to relate badly or wrongly

παραμορφωτικό,παραπλανητικός,κάμψη,Χρωματισμός,περίπλοκο,συγκεχυμένος,μαγείρεμα,κατασκευάζοντας,τροποποίηση,ερμηνεύω λανθασμένα

clarifying,διακαθάριση,εξηγώντας,φωτιστικός,εικονογραφική,ερμηνεία,ορθογραφία,αποκρυπτογράφηση

misreadings => παρεξηγήσεις, misprizing => περιφρόνηση, misprized => παρεξηγημένος, misprisions => παρεξηγήσεις, misplaces => Χάνει,