Greek Meaning of misprisions
παρεξηγήσεις
Other Greek words related to παρεξηγήσεις
- περιφρόνηση
- Περιφρόνηση
- περιφρόνηση
- παρά το γεγονός ότι
- αηδία
- Αηδία
- κακία
- περιφρόνηση
- Αποστροφή
- βδέλυγμα
- Κακοποίηση
- εχθρότητα
- ανταγωνισμός
- Αντιπάθεια
- συκοφαντία
- απέχθεια
- Χολή
- πικρία
- μομφή
- καταδίκη
- καταγγελία
- απόσβεση
- αποσβέσεις
- χλευασμός
- περιφρόνηση
- αποστροφή
- συκοφαντία
- μείωση
- απαξίωση
- έχθρα
- κατάρα
- χολή
- μνησικακία
- Φρίκη
- Εχθρότητα
- ύβρις
- ζηλοτυπία
- αηδία
- κακεντρέχεια
- κακία
- κακοήθεια
- κακοήθεια
- κακία
- χλευασμός
- εκνευρίζω
- απέχθεια
- απώθηση
- Μνησικακία
- αποστροφή
- γελοιοποίηση
- Κακία
- κακία
- σπλήνας
- Φαρμάκι
- εκδικητικότητα
- λοιμογόνος
- Βρισιά
- υποτίμηση
- κακία
- φθόνος
- Απροσωπία
Nearest Words of misprisions
- misplaces => Χάνει
- misplacements => λανθασμένες τοποθετήσεις
- misperceptions => εσφαλμένες αντιλήψεις
- misperceiving => παρερμηνεύω
- misperceived => παρεξηγημένος
- misnomers => Λανθασμένη ονομασία
- misnaming => εσφαλμένη ονομασία
- misnamed => με εσφαλμένο όνομα
- mismeasuring => λανθασμένη μέτρηση
- mismeasured => εσφαλμένα μετρημένο
- misprized => παρεξηγημένος
- misprizing => περιφρόνηση
- misreadings => παρεξηγήσεις
- misrelating => Λανθασμένη συσχέτιση
- misremembered => θυμάμαι εσφαλμένα
- misremembering => Λανθασμένη ανάμνηση
- misreported => αναφέρθηκε εσφαλμένα
- misreporting => ανακριβής αναφορά
- misreports => αναφέρει ανακριβώς
- misrepresentations => παραπλανήσεις
Definitions and Meaning of misprisions in English
misprisions
contempt, scorn, concealment of treason or felony by one who is not a participant in the treason or felony, neglect or wrong performance of official duty, seditious conduct against the government or the courts, neglectful or wrongful performance of an official duty, misunderstanding, misinterpretation, a clerical error in a legal proceeding that can be corrected in a summary proceeding, the concealment of a treason or felony and failure to report it to the prosecuting authorities by a person who has not committed it
FAQs About the word misprisions
παρεξηγήσεις
contempt, scorn, concealment of treason or felony by one who is not a participant in the treason or felony, neglect or wrong performance of official duty, sedit
περιφρόνηση,Περιφρόνηση,περιφρόνηση,παρά το γεγονός ότι,αηδία,Αηδία,κακία,περιφρόνηση,Αποστροφή,βδέλυγμα
αποδοχή,Θαυμάζω,εκτίμηση,εκτίμηση,χάρη,Σεβασμός,σεβασμός,ανεκτικότητα,λατρεία,κολακεία
misplaces => Χάνει, misplacements => λανθασμένες τοποθετήσεις, misperceptions => εσφαλμένες αντιλήψεις, misperceiving => παρερμηνεύω, misperceived => παρεξηγημένος,