Greek Meaning of deference
σεβασμός
Other Greek words related to σεβασμός
- αποδοχή
- υπακοή
- υποτακτικότητα
- συγκατάθεση
- Επιδοτικότητα
- εφησυχασμός
- συμμόρφωση
- πειθαρχία
- υπακοή
- χιούμορ
- δουλοπρέπεια
- δεκτικότητα
- δουλοπρέπεια
- υποταγή
- αποδοχή
- φιλικότητα
- ευκολία
- φιλικότητα
- φιλικότητα
- капитуляция
- συμμόρφωση
- Φιλικότητα
- συγκατάθεση
- Συνεργατικότητα
- εγκάρδιος
- φιλικότητα
- ιδιοφυΐα
- Καλοσύνη
- επιείκεια
- δεκτικότητα
- δουλοπρέπεια
- κοινωνικότητα
- υποβολή
- υποταγή
- παράδοση
Nearest Words of deference
Definitions and Meaning of deference in English
deference (n)
a courteous expression (by word or deed) of esteem or regard
courteous regard for people's feelings
a disposition or tendency to yield to the will of others
deference (n.)
A yielding of judgment or preference from respect to the wishes or opinion of another; submission in opinion; regard; respect; complaisance.
FAQs About the word deference
σεβασμός
a courteous expression (by word or deed) of esteem or regard, courteous regard for people's feelings, a disposition or tendency to yield to the will of othersA
αποδοχή,υπακοή,υποτακτικότητα,συγκατάθεση,Επιδοτικότητα,εφησυχασμός,συμμόρφωση,πειθαρχία,υπακοή,χιούμορ
πρόκληση,ανυπακοή,Εχθρότητα,εχθρότητα,Αντιπάθεια,έχθρα,Κακή θέληση,δυσκολία,απειθαρχία
defer => αναβάλλω, defensory => αμυντικός, defensor => Αμυντικός, defensiveness => Αμυντικότητα, defensively => αμυντικά,