Greek Meaning of subservience
υποταγή
Other Greek words related to υποταγή
- αποδοχή
- εφησυχασμός
- σεβασμός
- υπακοή
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρέπεια
- δουλοπρέπεια
- υποτακτικότητα
- υποταγή
- ευκολία
- φιλικότητα
- συμμόρφωση
- πειθαρχία
- συμμόρφωση
- συγκατάθεση
- υπακοή
- δεκτικότητα
- δεκτικότητα
- αποδοχή
- φιλικότητα
- συγκατάθεση
- Επιδοτικότητα
- капитуляция
- Συνεργατικότητα
- εγκάρδιος
- φιλικότητα
- ιδιοφυΐα
- Καλοσύνη
- χιούμορ
- επιείκεια
- κοινωνικότητα
- υποβολή
- παράδοση
Nearest Words of subservience
Definitions and Meaning of subservience in English
subservience (n)
the condition of being something that is useful in reaching an end or carrying out a plan
in a subservient state
abject or cringing submissiveness
FAQs About the word subservience
υποταγή
the condition of being something that is useful in reaching an end or carrying out a plan, in a subservient state, abject or cringing submissiveness
αποδοχή,εφησυχασμός,σεβασμός,υπακοή,δουλοπρέπεια,δουλοπρέπεια,δουλοπρέπεια,υποτακτικότητα,υποταγή,ευκολία
πρόκληση,ανυπακοή,Εχθρότητα,εχθρότητα,Αντιπάθεια,έχθρα,Κακή θέληση,δυσκολία,απειθαρχία
subserve => υπηρετώ, subsequentness => επακόλουθη, subsequently => επακόλουθα, subsequent => επόμενος, subsequence => Υποακολουθία,