Greek Meaning of despisement

περιφρόνηση

Other Greek words related to περιφρόνηση

Definitions and Meaning of despisement in English

Webster

despisement (n.)

A despising.

FAQs About the word despisement

περιφρόνηση

A despising.

περιφρόνηση,Περιφρόνηση,περιφρόνηση,παρά το γεγονός ότι,αηδία,Αηδία,Εχθρότητα,κακία,παράλειψη αναφοράς εγκλήματος,περιφρόνηση

αποδοχή,Θαυμάζω,εκτίμηση,εκτίμηση,χάρη,Σεβασμός,σεβασμός,ανεκτικότητα,λατρεία,κολακεία

despisedness => περιφρόνηση, despised => περιφρονημένος, despise => καταφρονώ, despisal => περιφρόνηση, despisable => περιφρονητέος,