Greek Meaning of estimation
εκτίμηση
Other Greek words related to εκτίμηση
- καταδίκη
- περιφρόνηση
- Απογοήτευση
- αποδοκιμασία
- δυσαρέσκεια
- Περιφρόνηση
- αδιαφορία
- αγανάκτηση
- περιφρόνηση
- απέχθεια
- Απογοήτευση
- δυσμένεια
- αηδία
- απογοήτευση
- απροθυμία
- Αντιπάθεια
- δυσαρέσκεια
- δυσαρέσκεια
- Αηδία
- αηδία
- Ναυτία
- όνειδος
- απέχθεια
- απώθηση
- αποστροφή
- Δυστυχία
- βδέλυγμα
- Αντιπάθεια
- απόσβεση
- αποστροφή
- δυσμένεια
- δυσαρέσκεια
- αποστροφή
Nearest Words of estimation
Definitions and Meaning of estimation in English
estimation (n)
a document appraising the value of something (as for insurance or taxation)
the respect with which a person is held
an approximate calculation of quantity or degree or worth
a judgment of the qualities of something or somebody
estimation (v. t.)
The act of estimating.
An opinion or judgment of the worth, extent, or quantity of anything, formed without using precise data; valuation; as, estimations of distance, magnitude, amount, or moral qualities.
Favorable opinion; esteem; regard; honor.
Supposition; conjecture.
FAQs About the word estimation
εκτίμηση
a document appraising the value of something (as for insurance or taxation), the respect with which a person is held, an approximate calculation of quantity or
εκτίμηση,εκτίμηση,αξιολόγηση,εκτίμηση,Αξιολόγηση,πίστη,εντύπωση,κρίση,κρίση,αντίληψη
καταδίκη,περιφρόνηση,Απογοήτευση,αποδοκιμασία,δυσαρέσκεια,Περιφρόνηση,αδιαφορία,αγανάκτηση,περιφρόνηση,απέχθεια
estimating => εκτίμηση, estimated tax return => εκτιμώμενη επιστροφή φόρου, estimated tax => Εκτιμώμενος φόρος, estimated => εκτιμώμενος, estimate => εκτίμηση,