Greek Meaning of disinclination
απροθυμία
Other Greek words related to απροθυμία
Nearest Words of disinclination
- disincentive => αποτρεπτικός παράγοντας
- disincarnate => Ασωματοποίητος
- disincarcerate => απελευθερώνω
- disimprovement => επιδείνωση
- disimprove => χειροτερεύω
- disimpassioned => απαθής
- disimpark => αποβιβάζομαι
- disimbitter => απομακρύνω πικρία
- disillusionment => απογοήτευση
- disillusionize => απογοητεύω
Definitions and Meaning of disinclination in English
disinclination (n)
that toward which you are inclined to feel dislike
a certain degree of unwillingness
disinclination (n.)
The state of being disinclined; want of propensity, desire, or affection; slight aversion or dislike; indisposition.
FAQs About the word disinclination
απροθυμία
that toward which you are inclined to feel dislike, a certain degree of unwillingnessThe state of being disinclined; want of propensity, desire, or affection; s
απροθυμία,αμφιβολία,δισταγμός,δισταγμός,εχεμύθεια,απροθυμία,δυσπιστία,διστακτικός,δισταγμός,αναποφασιστικότητα
κλίση,Θέληση,διαβεβαίωση,βεβαιότητα,πεποίθηση,εγγύηση,βεβαιότητα,βεβαιότητα,θετικότητα,Σιγουριά
disincentive => αποτρεπτικός παράγοντας, disincarnate => Ασωματοποίητος, disincarcerate => απελευθερώνω, disimprovement => επιδείνωση, disimprove => χειροτερεύω,