Greek Meaning of estimably
εκτιμητέος
Other Greek words related to εκτιμητέος
- θαυμαστός
- αξιέπαινος
- αξιόπιστος
- εξαίρετος
- άριστος
- εντυπωσιακός
- αξιέπαινος
- άξιος επαίνου
- αξιέπαινος
- άξιος
- αξιέπαινος
- καταπληκτικός
- άξιος
- διακριτικός
- καλός
- έντιμος
- ανεκτίμητο
- ηθικός
- ευγενής
- αξιόλογος
- αισθητός
- Εξαιρετικός
- τρομερός
- σεβαστός
- πολύτιμος
- απολαυστικό
- ευχάριστος
- ηθικός
- μεθυστικό
- γενναιόδωρος
- ευχάριστος
- πολύτιμος
- Ανεκτίμητος
- Ευσυνείδητος
- αξιόπιστος
- ικανοποιητικό
- άξιος μομφής
- Εξευτελιστικός
- θλιβερό
- άτιμος
- ατιμωτικός
- περιβόητος
- χάλια
- διαβόητος
- θλιβερός
- θλιβερός
- κατακριτέος
- συγγνώμη
- ανάξιος
- φαύλος
- άχρηστος
- βάση
- ντροπιαστικός
- Άτιμος
- ύποπτος
- ταπεινωτικός
- αδόκιμος
- Χαμηλός
- μέση τιμή
- βρώμικο
- ψωριασικός
- σκανδαλώδης
- σιχαμερός
- σκορβούτο
- σαθρό
- σκιερός
- συγκλονιστικό
- βρώμικος
- ανήθικος
- δυσάρεστος
- δυσάρεστος
Nearest Words of estimably
Definitions and Meaning of estimably in English
estimably (adv.)
In an estimable manner.
FAQs About the word estimably
εκτιμητέος
In an estimable manner.
θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,εξαίρετος,άριστος,εντυπωσιακός,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,αξιέπαινος,άξιος
άξιος μομφής,Εξευτελιστικός,θλιβερό,άτιμος,ατιμωτικός,περιβόητος,χάλια,διαβόητος,θλιβερός,θλιβερός
estimableness => εκτιμητός, estimable => εκτιμητέος, estiferous => δριμύς, esthonian => Εσθονικός, esthonia => Εσθονία,