Greek Meaning of estimably

εκτιμητέος

Other Greek words related to εκτιμητέος

Definitions and Meaning of estimably in English

Webster

estimably (adv.)

In an estimable manner.

FAQs About the word estimably

εκτιμητέος

In an estimable manner.

θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,εξαίρετος,άριστος,εντυπωσιακός,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,αξιέπαινος,άξιος

άξιος μομφής,Εξευτελιστικός,θλιβερό,άτιμος,ατιμωτικός,περιβόητος,χάλια,διαβόητος,θλιβερός,θλιβερός

estimableness => εκτιμητός, estimable => εκτιμητέος, estiferous => δριμύς, esthonian => Εσθονικός, esthonia => Εσθονία,