Greek Meaning of pitiable
θλιβερός
Other Greek words related to θλιβερός
- φτηνός
- χωλός
- μέση τιμή
- βρώμικο
- θλιβερός
- Εξευτελιστικός
- θλιβερό
- άτιμος
- βρώμικος
- αποκρουστικός
- χάλια
- ευτελής
- φθαρμένος
- ψωριασικός
- σκορβούτο
- κλεφτό
- συγγνώμη
- φαύλος
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- βάση
- χρεωστικός
- άξιος μομφής
- καταδικαστέος
- Δειλός
- δειλός
- κακός
- ατιμωτικός
- ντροπιαστικός
- Άτιμος
- ύποπτος
- αποτρόπαιος
- άτιμος
- ταπεινωτικός
- Χαμηλός
- κατακριτέος
- ερπετό
- αποκρουστικός
- απωθητικός
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- σιχαμερός
- φθαρμένος
- βρώμικος
- άθλιος
- ανήθικος
- Ασυνείδητος
- Αδίστακτος
- κατακριτέος
Nearest Words of pitiable
Definitions and Meaning of pitiable in English
pitiable (s)
inspiring mixed contempt and pity
deserving or inciting pity
pitiable (a.)
Deserving pity; wworthy of, or exciting, compassion; miserable; lamentable; piteous; as, pitiable persons; a pitiable condition; pitiable wretchedness.
FAQs About the word pitiable
θλιβερός
inspiring mixed contempt and pity, deserving or inciting pityDeserving pity; wworthy of, or exciting, compassion; miserable; lamentable; piteous; as, pitiable p
φτηνός,χωλός,μέση τιμή,βρώμικο,θλιβερός,Εξευτελιστικός,θλιβερό,άτιμος,βρώμικος,αποκρουστικός
θαυμαστός,αξιέπαινος,αξιόπιστος,έντιμος,αξιέπαινος,άξιος επαίνου,ευγενής,αξιέπαινος,ηθικός,καλός
pithy => περιεκτικός, pithsome => ασήμαντος, pit-hole => Λακκούβα, pithless => αναίσθητος, pithiness => πυκνότητα,