Greek Meaning of pitiably
άθλια
Other Greek words related to άθλια
Nearest Words of pitiably
Definitions and Meaning of pitiably in English
pitiably (r)
in a manner arousing sympathy and compassion
FAQs About the word pitiably
άθλια
in a manner arousing sympathy and compassion
απαίσια,,περιφρονητικά,Απεχθώς,άσχημα,άθλια,Χαμηλά,άτιμα,ανέντιμα,δυστυχώς
ανδρεία,μεγαλοπρεπώς,πολύ,ηρωικά,εντίμως,υπεροπτικά,γενναιόδωρα,ευγενώς,μεγαλοκάρδια,με ευγενή τρόπο
pitiable => θλιβερός, pithy => περιεκτικός, pithsome => ασήμαντος, pit-hole => Λακκούβα, pithless => αναίσθητος,