FAQs About the word snacking

σνακ

to eat a snack, food suitable for snacking, a light meal

βόσκηση,Τσιμπολόγημα,Τρώγοντας,ραμφίζω,συγκομιδή,γευσιγνωσία

αδηφαγία,Υπερφαγία,μεθυσμένος,λαίμαργος,Γέμισμα

snacked => έφαγε σνακ, smutting => λερώσιμο, smutted => Λερωμένος, smutches => Σπιλώσεις, smugglers => λαθρέμποροι,