Greek Meaning of snagging
εμπόδια
Other Greek words related to εμπόδια
- αλίευση
- αρπάζοντας
- κατάσχεση
- αρπαγή
- σακούλιασμα
- σύλληψη
- αποκτώντας
- πάλη
- εθιστικό
- προ(σ)γείωση
- υπνάκος
- κάρφωμα
- δίχτυ
- ραπ
- παγίδευση
- κολάρο
- αντιμετώπιση
- περίφραξη
- αρπάζω (κάποιον)
- λαθροθηρία
- αρπάζω (κάποιον ή κάτι)
- απαγωγής
- κατανόηση
- συναρπαστικός
- γαύγισμα
- σφίγγοντας
- συμπιέζοντας
- κράτηση
- μπλεγμένος
- σαγηνευτικός
- μπουκάλα
- Γλόβινγκ
- αρπαγή
- συναρπαστικός
- τρεμάμενος
- κατοχή
- Λασοβόλημα
- αλληλοεμπλοκή
- σχίσιμο
- σχοινί
- προστασία
- πάλη
- καμπή
- Εμπλοκή
- Ελκυστικό
- στερέωση (ενεργοποίηση)
- αγκαλιά
- ασφαλίζοντας (στο ή στο)
- Εμποδίζοντας
Nearest Words of snagging
Definitions and Meaning of snagging in English
snagging
a pulled thread in fabric, an uneven or broken part sticking out from a smooth surface, a jagged tear made by or as if by catching on a snag, a concealed or unexpected difficulty, to catch and usually damage on or as if on a snag, to catch on or as if on a snag, a stump of a tooth, a projecting tooth, a rough sharp or jagged projecting part, to halt or impede as if by catching on a snag, a tree or branch when stuck underwater and not visible from the surface, a concealed or unexpected difficulty or obstacle, to hew, trim, or cut roughly or jaggedly, an irregularity that suggests the result of tearing, one of the secondary branches of an antler, a standing dead tree, to catch or obtain usually by quick action or good fortune, a tree or branch embedded in a lake or stream bed and constituting a hazard to navigation, to clear (something, such as a river) of snags
FAQs About the word snagging
εμπόδια
a pulled thread in fabric, an uneven or broken part sticking out from a smooth surface, a jagged tear made by or as if by catching on a snag, a concealed or une
αλίευση,αρπάζοντας,κατάσχεση,αρπαγή,σακούλιασμα,σύλληψη,αποκτώντας,πάλη,εθιστικό,προ(σ)γείωση
χαμένος,εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,χαλάρωση,Απελευθέρωση
snagged => χλιβιασμένος, snafus => λάθη, snacks => σνακ, snacking => σνακ, snacked => έφαγε σνακ,