Greek Meaning of taking hold (of)

αρπάζω (κάποιον ή κάτι)

Other Greek words related to αρπάζω (κάποιον ή κάτι)

Definitions and Meaning of taking hold (of) in English

taking hold (of)

No definition found for this word.

FAQs About the word taking hold (of)

αρπάζω (κάποιον ή κάτι)

σύλληψη,αλίευση,αποκτώντας,αρπάζοντας,κατάσχεση,αρπάζω (κάποιον),αρπαγή,σακούλιασμα,πάλη,εθιστικό

χαμένος,εκφόρτωση,πτώση,απελευθερωτικό,απελευθερωτικός,Απελευθέρωση,χαλάρωση,απελευθέρωση

taking for granted => θεωρώ δεδομένο, taking for a ride => Παίρνω βόλτα, taking for => λαμβάνοντας για, taking exception => λήψη εξαίρεσης, taking effect => Tίθεται σε ισχύ,