FAQs About the word taking ship

Επιβίβαση

to set out on a voyage by ship

Ιστιοπλοΐα,αποστολή (εκτός),ιστιοπλοΐα,κρουαζιέρα,πορθμός,Ιστιοπλοΐα,ταξιδεύοντας,κανό,ακτοπλοΐα,Καγιάκ

No antonyms found.

taking out => παίρνοντας έξω, taking one's time => Παίρνοντας το χρόνο του, taking on => αναλαμβάνοντας, taking off (on) => απογείωση (σε), taking off (from) => Απογειωμένο από,