Greek Meaning of voyaging

ταξιδεύοντας

Other Greek words related to ταξιδεύοντας

Definitions and Meaning of voyaging in English

Webster

voyaging (p. pr. & vb. n.)

of Voyage

FAQs About the word voyaging

ταξιδεύοντας

of Voyage

ταξιδεύοντας,ταξίδι,ταξιδεύω,πεζοπορία,περιαγωγή,Ιστιοπλοΐα,περιοδεία,σκόνταμμα,πλανόδιος,Μεταφορά με λεωφορείο

No antonyms found.

voyageurs national park => Εθνικό Πάρκο Voyageurs, voyageur => ταξιδιώτης, voyager => ταξιδιώτης, voyaged => ταξίδεψε, voyageable => πλεύσιμος,