Greek Meaning of galavanting

περιπλανώμενος

Other Greek words related to περιπλανώμενος

Definitions and Meaning of galavanting in English

galavanting

to travel, roam, or move about for pleasure, to go about usually ostentatiously or indiscreetly with members of the opposite sex

FAQs About the word galavanting

περιπλανώμενος

to travel, roam, or move about for pleasure, to go about usually ostentatiously or indiscreetly with members of the opposite sex

νομάδας,νομαδικός,περιαγωγή,πλανόδιος,περιπλανώμενος,Εξωτερικός Ασθενής,περιπλανώμενος,φυγάς,περιπλανώμενος,Εν κινήσει

εγκαταστημένος,όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,Ακίνητος,ακόμα

galavanted => περιφερόμενος, galavant => περιφέρομαι, galas => Γκαλά, galères => γαλέρες, galère => γαλέρα,