Greek Meaning of ambulant

περιπλανώμενος

Other Greek words related to περιπλανώμενος

Definitions and Meaning of ambulant in English

Wordnet

ambulant (s)

able to walk about

Webster

ambulant (a.)

Walking; moving from place to place.

FAQs About the word ambulant

περιπλανώμενος

able to walk aboutWalking; moving from place to place.

Εξωτερικός Ασθενής,νομάδας,νομαδικός,περιπλανώμενος,μετανάστης,μεταναστευτικό,Εν κινήσει,Περιπατητικός,γεράκι περδικοφάγος,περιπατητικός

όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,Ακίνητος,εγκαταστημένος,ακόμα

ambulance chaser => Γλίστρα, ambulance => ασθενοφόρο, ambulacrum => αμβουλακρικό πόδι, ambulacriform => ακτινοφόρος, ambulacral => αμβουλακρικό,