Greek Meaning of nomad
νομάδας
Other Greek words related to νομάδας
- νομαδικός
- Εξωτερικός Ασθενής
- περιπλανώμενος
- μετανάστης
- Εν κινήσει
- γεράκι περδικοφάγος
- περιπατητικός
- περιοχή
- περιαγωγή
- περιπλανώμενος
- αλήτης
- πλανόδιος
- περιπλανώμενος
- περιπλανώμενος
- παρασυρμός
- περιπλανώμενος
- ανέμελος
- φυγάς
- περιπλανώμενος
- περιπλάνηση
- μεταναστευτικό
- Περιπατητικός
- περιπλάνηση
- αλήτης
- Περπάτημα
Nearest Words of nomad
Definitions and Meaning of nomad in English
nomad (n)
a member of a people who have no permanent home but move about according to the seasons
nomad (n.)
One of a race or tribe that has no fixed location, but wanders from place to place in search of pasture or game.
nomad (a.)
Roving; nomadic.
FAQs About the word nomad
νομάδας
a member of a people who have no permanent home but move about according to the seasonsOne of a race or tribe that has no fixed location, but wanders from place
νομαδικός,Εξωτερικός Ασθενής,περιπλανώμενος,μετανάστης,Εν κινήσει,γεράκι περδικοφάγος,περιπατητικός,περιοχή,περιαγωγή,περιπλανώμενος
εγκαταστημένος,όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,ακόμα,Ακίνητος
noma => νομάδες, nom de plume => Ψευδώνυμο, nom de guerre => Πολεμικό όνομα, nom => όνομα, nolt => βοοειδή,