Greek Meaning of drifting

παρασυρμός

Other Greek words related to παρασυρμός

Definitions and Meaning of drifting in English

Wordnet

drifting (n)

aimless wandering from place to place

Wordnet

drifting (s)

continually changing especially as from one abode or occupation to another

Webster

drifting (p. pr. & vb. n.)

of Drift

FAQs About the word drifting

παρασυρμός

aimless wandering from place to place, continually changing especially as from one abode or occupation to anotherof Drift

Εξωτερικός Ασθενής,περιπλανώμενος,ανέμελος,περιπλανώμενος,περιπλανώμενος,ελικοειδής,νομάδας,νομαδικός,περιπατητικός,περιπλάνηση

εγκαταστημένος,όρθιος,Στατικός,στάσιμος,ακίνητος,ακίνητος,Ακίνητος,ακόμα

driftfish => Δριφτάρης, drifter => Αλήτης, drifted => παρασυρμένος, driftbolt => Driftbolt, driftage => εκτροπή,