Greek Meaning of drifty
ομιχλώδης
Other Greek words related to ομιχλώδης
Nearest Words of drifty
Definitions and Meaning of drifty in English
drifty (a.)
Full of drifts; tending to form drifts, as snow, and the like.
FAQs About the word drifty
ομιχλώδης
Full of drifts; tending to form drifts, as snow, and the like.
ροή,ολίσθηση,Ιστιο,αεράκι,πινέλο,ακτή,Κρουαζιέρα,μύγα,αγώνας,κύλισμα
Πλατύς,κουτσός,Αγώνας,σκοντάφτω,Εργασία,ξύλο,ποδοπατώ,Ανάμειξη,Γραμματόσημο,πατάω με δύναμη
driftwood => Ξύλα, driftwind => ριπή ανέμου, driftweed => πλωτή ξυλεία, driftway => μεντάνι, driftpin => Πείρος,