Greek Meaning of ambulation
Βάδιση
Other Greek words related to Βάδιση
- πέλμα
- περπατώ
- Πόδι (αυτό)
- μαξιλάρι
- περιπατώ
- βήμα
- περίπατος
- περιφέρω
- περιπλανάμαι
- αργός περίπατος
- συστάδα
- πόδι (το)
- gimp
- πεζοπορία
- Λαγκάς
- οπλή
- κουτσός
- Μάρτιος
- Κιμάς
- περπατώ με αργό ρυθμό
- ρυθμός
- παρέλαση
- περιπατώ
- προσκυνητής
- χοροπηδώ
- παραλία
- περιπλανιέμαι
- ναναρίζω
- κουτσαίνω
- Ανάμειξη
- παραπαίω
- παρακολούθηση
- βγαίνει
- πατάω με δύναμη
- Βήμα
- υποστύλωμα
- σκοντάφτω
- κούτσουρο
- Βρύση
- Στις μύτες των ποδιών
- περπατώ με βήμα προς βήμα
- αλήτης
- καταπατώ
- πεζοπορία
- στρατεύματα
- τροχασμός
- Βαδίζω
- πάνδετος ρυθμός
Nearest Words of ambulation
Definitions and Meaning of ambulation in English
ambulation (n)
walking about
ambulation (n.)
The act of walking.
FAQs About the word ambulation
Βάδιση
walking aboutThe act of walking.
πέλμα,περπατώ,Πόδι (αυτό),μαξιλάρι,περιπατώ,βήμα,περίπατος,περιφέρω,περιπλανάμαι,αργός περίπατος
No antonyms found.
ambulate => περπατώ, ambulant plague => Μαύρος θάνατος, ambulant => περιπλανώμενος, ambulance chaser => Γλίστρα, ambulance => ασθενοφόρο,