Greek Meaning of troop
στρατεύματα
Other Greek words related to στρατεύματα
- Μάρτιος
- ρυθμός
- μαξιλάρι
- παρέλαση
- παραλία
- βγαίνει
- Βήμα
- πεζοπορία
- αργός περίπατος
- περπατώ
- συστάδα
- πόδι (το)
- πεζοπορία
- οπλή
- Πόδι (αυτό)
- περπατώ με αργό ρυθμό
- δυναμικό βάδισμα
- περιπατώ
- βήμα
- περίπατος
- περιφέρω
- αλήτης
- πέλμα
- περπατώ
- περιπλανάμαι
- περπάτημα
- gimp
- Λαγκάς
- κουτσός
- Κιμάς
- περιπατώ
- προσκυνητής
- ποδοπατώ
- χοροπηδώ
- περπατώ με προσοχή
- περιπλανιέμαι
- πατάω με δύναμη
- κούτσουρο
- Στις μύτες των ποδιών
- καταπατώ
- Βαδίζω
Nearest Words of troop
Definitions and Meaning of troop in English
troop (n)
a group of soldiers
a cavalry unit corresponding to an infantry company
a unit of Girl or Boy Scouts
an orderly crowd
troop (v)
march in a procession
move or march as if in a crowd
troop (n.)
A collection of people; a company; a number; a multitude.
Soldiers, collectively; an army; -- now generally used in the plural.
Specifically, a small body of cavalry, light horse, or dragoons, consisting usually of about sixty men, commanded by a captain; the unit of formation of cavalry, corresponding to the company in infantry. Formerly, also, a company of horse artillery; a battery.
A company of stageplayers; a troupe.
A particular roll of the drum; a quick march.
See Boy scout, above.
troop (v. i.)
To move in numbers; to come or gather in crowds or troops.
To march on; to go forward in haste.
FAQs About the word troop
στρατεύματα
a group of soldiers, a cavalry unit corresponding to an infantry company, a unit of Girl or Boy Scouts, an orderly crowd, march in a procession, move or march a
Μάρτιος,ρυθμός,μαξιλάρι,παρέλαση,παραλία,βγαίνει,Βήμα,πεζοπορία,αργός περίπατος,περπατώ
Πολίτες,Μη μαχόμενοι
trones => θρόνοι, trone => θρόνος, trondheim fjord => Φιόρδ του Τρόντχαϊμ, trondheim fiord => Φιόρδ του Τρόντχαϊμ, trondheim => Τρόντχαϊμ,