Greek Meaning of gimp
gimp
Other Greek words related to gimp
- Λαγκάς
- κουτσός
- χοροπηδώ
- αργός περίπατος
- συστάδα
- περπάτημα
- Κιμάς
- περπατώ με αργό ρυθμό
- ποδοπατώ
- περπατώ με προσοχή
- ναναρίζω
- περιπατώ
- κουτσαίνω
- Ανάμειξη
- παραπαίω
- παρακολούθηση
- πατάω με δύναμη
- περίπατος
- υποστύλωμα
- κούτσουρο
- αλαζονεία
- Βρύση
- Στις μύτες των ποδιών
- αλήτης
- καταπατώ
- Βαδίζω
- πάνδετος ρυθμός
- περιπλανάμαι
- αναπήδηση
- διστάζω
- πεζοπορία
- ξύλο
- ταλάντευση
- περιπατώ
- προσκυνητής
- λίρα
- περιπλανιέμαι
- Γρατζουνιά
- σκοντάφτω
- περπατώ με βήμα προς βήμα
- πεζοπορία
- σάλπιγγα
- τροχασμός
Nearest Words of gimp
Definitions and Meaning of gimp in English
gimp (n)
disability of walking due to crippling of the legs or feet
gimp (v)
walk impeded by some physical limitation or injury
gimp (a.)
Smart; spruce; trim; nice.
gimp (n.)
A narrow ornamental fabric of silk, woolen, or cotton, often with a metallic wire, or sometimes a coarse cord, running through it; -- used as trimming for dresses, furniture, etc.
gimp (v. t.)
To notch; to indent; to jag.
FAQs About the word gimp
gimp
disability of walking due to crippling of the legs or feet, walk impeded by some physical limitation or injurySmart; spruce; trim; nice., A narrow ornamental fa
Λαγκάς,κουτσός,χοροπηδώ,αργός περίπατος,συστάδα,περπάτημα,Κιμάς,περπατώ με αργό ρυθμό,ποδοπατώ,περπατώ με προσοχή
No antonyms found.
gimmor => αρνί, gimmickry => Πανηγυριώτικες, gimmick => κόλπο, gimmer => αρνάκι, gimmal => γίμαλ,