Greek Meaning of trooped
Στρατεύματα
Other Greek words related to Στρατεύματα
- πορευμένος
- ρυθμισμένος
- Παρέλασε
- Περιπατούσε
- βάδισε
- περπατούσε
- περιπλανήθηκε
- Έκανε πεζοπορία
- περπατούσε
- Βημάτιζε
- περπάτησε
- ανέβηκε
- τριγυρνώ
- ενισχυμένος
- περιδιαβαίνειν
- περίπατος
- κλιμακωτός
- Βγήκε
- πατάω
- πατήθηκε
- πατημένος
- σκαλισμένος
- πάτησε
- περπατούσε με δυσκολία
- περιπλανήθηκε
- συσσωματωμένος
- ποδοκίνητος
- κουτσός
- την έκανε (το)
- (πόδι)
- Κούτσαινε
- Τριμμένο
- περιπλανάται
- τσαπατσουλιάζω
- ταχύ περπάτημα
- χοροπηδούσε
- έλεγε ασυναρτησίες
- απορημένος
- στα δάχτυλα των ποδιών
- πατημένο
Nearest Words of trooped
Definitions and Meaning of trooped in English
trooped (imp. & p. p.)
of Troop
FAQs About the word trooped
Στρατεύματα
of Troop
πορευμένος,ρυθμισμένος,Παρέλασε,Περιπατούσε,βάδισε,περπατούσε,περιπλανήθηκε,Έκανε πεζοπορία,περπατούσε,Βημάτιζε
No antonyms found.
troopbird => Όρνιο στρατού, troop transport => μεταφορά στρατευμάτων, troop movement => Κίνηση στρατευμάτων, troop carrier => Φορτηγό στρατευμάτων, troop => στρατεύματα,